ηλεκτροτυπικός

ηλεκτροτυπικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροτυπία
2. αυτός που γίνεται κατά την ηλεκτροτυπία.
επίρρ...
ηλεκτροτυπικώς ή -ά
με ηλεκτροτυπικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροτυπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροτυπία (βλ. λ.), που γίνεται κατά την ηλεκτροτυπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”